Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῶν δημάρχων

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

  • Κοριολανός, Γναίος Μάρκιος — (Gnaeus Marcius Coriolanus, 5oς αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Θρυλική φυσιογνωμία, υπήρξε –κατά την παράδοση– το μοναδικό παράδειγμα προδότη της πατρίδας, που αναφέρει η ρωμαϊκή ιστορία. Αφού κυρίευσε, το 493, την πόλη των Ουόλσκων …   Dictionary of Greek

  • Μενήνιος Αγρίππας — (Menenius Agrippa, 6ος – 5ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Διετέλεσε ύπατος το 503 π.Χ., νίκησε τους Σαβίνους και τέλεσε θρίαμβο. Η φήμη του είναι συνδεδεμένη με την αποστασία των πληβείων, οι οποίοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταπιεστική… …   Dictionary of Greek

  • Λικίνιος — (Valerius Licinianus Licinius, ; – 325 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (307 324). Στέφθηκε αυτοκράτορας κατά την τελευταία περίοδο της τετραρχίας. Μετά τον θάνατο του Γαλέριου και την ήττα των συναυτοκρατόρων Μαξέντιου (από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το… …   Dictionary of Greek

  • Ατίλιος νόμος — (Atilia lex). Νόμος του ρωμαϊκού δικαίου που καθιερώθηκε τον 2o αι. π.Χ. και ρύθμιζε όσα αναφέρονταν στην κηδεμονία των ορφανών και των γυναικών. Σε περίπτωση αμέλειας του νόμιμου ή εκείνου που οριζόταν από διαθήκη κηδεμόνας, ο πραίτορας διόριζε …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοφύλαξ — ο (Α εἰρηνοφύλαξ) νεοελλ. κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων αρχ. 1. φύλακας τής ειρήνης 2. τίτλος αστυνομικού 3. ρωμαίος ειρηνοδίκης …   Dictionary of Greek

  • Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …   Dictionary of Greek

  • διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… …   Dictionary of Greek

  • βέτο — (λατιν. veto = απαγορεύω). Το δικαίωμα της αρνησικυρίας. Λέγεται επίσης και η εξουσία που έχει κάποιος σε μια ομάδα ανθρώπων ή σε μια υπηρεσία να δέχεται ή να αποκρούει τελεσίδικα τις αποφάσεις των άλλων. Στο αστικό δίκαιο, το β. ενός κρατικού… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»